ασιώπητος — ἀσιώπητος, ον (Α) [σιωπώ] αυτός που δεν πρέπει να αποσιωπηθεί … Dictionary of Greek
ἀσιώπητον — ἀσιώπητος not to be left unspoken masc/fem acc sg ἀσιώπητος not to be left unspoken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)